шведский - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

шведский - translation to πορτογαλικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ

шведский         
sueco, da Suécia
fósforos de segurança      
шведские спички
coroa sueca         
Coroa Sueca; SEK; Coroa da Suécia
шведская крона

Ορισμός

шведский
прил.
1) Относящийся к Швеции и шведам, связанный с ними.
2) Свойственный шведам, характерный для них и для Швеции.
3) Принадлежащий Швеции, шведам.
4) Созданный, выведенный и т.п. в Швеции или шведами.

Βικιπαίδεια

Шведский
  • Шведский язык
  • Август Шведский
  • Евгений Шведский
  • Остров Свенскёйа, известный также как остров Шведский
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για шведский
1. Единственный неполитический фильм -- датско-шведский.
2. Люксембургский, шведский, французский, далее со всеми остановками.
3. Шведский в Финляндии является вторым официальным языком.
4. - Пять: финский, шведский, русский, английский и итальянский.
5. Уже этой осенью, говорят, приедет шведский король.